- θαλασσοκράτορας
- [-ωρ (-ορος)] ο тот, кто господствует на море, владыка морей
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
θαλασσοκράτορας — ο, θηλ. θαλασσοκράτειρα (Α θαλασσοκράτωρ, αττ. τ. θαλαττοκράτωρ) 1. αυτός που υπερισχύει στο ναυτικό, ο αήττητος στη θάλασσα 2. αυτός που έχει υπό την εξουσία του πολλές αποικίες ή κτήσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. το αρχ. θαλασσοκράτωρ < θαλασσο * + *κράτωρ … Dictionary of Greek
θαλασσοκράτορας — ο κυρίαρχος των θαλασσών: Οι Αθηναίοι μετά τους περσικούς πολέμους ήταν θαλασσοκράτορες στο Αιγαίο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θαλασσοκράτορας — θαλασσοκράτωρ master of the sea masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-θαλασσ(ο) — πρώτο συνθετικό λέξεων που προσδίδει στο δεύτερο συνθετικό τη σημασία: α) σχέσης με τη θάλασσα («θαλασσόλυκος», «θαλασσασφάλεια» β) δοκιμασιών, βασάνων («θαλασσοπνίγομαι», «θαλασσοδέρνω») γ) αναστάτωσης, ταραχής («θαλασσοποιώ»). ΣΥΝΘ. (Α… … Dictionary of Greek
αιγών — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Βασιλιάς της Εύβοιας, που είχε τα ανάκτορά του στην Κάρυστο, και με τον στόλο του έγινε θαλασσοκράτορας στο πέλαγος που ονομάστηκε –σύμφωνα με μια εκδοχή– Αιγαίο, από το όνομά του. Ο βασιλιάς αυτός, που έζησε πριν… … Dictionary of Greek
θαλασσούχος — θαλασσοῡχος, ὁ, ἡ (Μ) αυτός που κυριαρχεί στη θάλασσα, ο θαλασσοκράτορας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θάλασσα + ουχος (< έχω), πρβλ. πολι ούχος, ταλαντ ούχος] … Dictionary of Greek
ναυκράτης — και αφκράτης, ο (ΑΜ ναυκράτης, Α και ως επίθ. ναυκρατής, ές) αυτός που κυριαρχεί στη θάλασσα, ο θαλασσοκράτορας νεοελλ. μσν. περκόμορφο ψάρι τής οικογένειας carangidae σε σχήμα ατράκτου, για το οποίο υπάρχουν διάφοροι θρύλοι, όπως ότι κολλούσε… … Dictionary of Greek
ναυκρατώ — (Α ναυκρατῶ, έω) [ναυκράτης] 1. κυριαρχώ στη θάλασσα, είμαι θαλασσοκράτορας 2. (το θηλ. μτχ. ενεστ. ως κύριο όν.) Ναυκρατούσα ονομασία πλοίων τού ελληνικού πολεμικού ναυτικού … Dictionary of Greek